- φιλόκακος
- φῐλό-κᾰκος, ον,A loving the bad or base, Phld.Lib.p.24 O., Sch.Pi.P.4.507.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκακος — loving the bad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκακος — ον, ΜΑ αυτός που πρόσκειται σε καθετί το κακό, το φαύλο, ή αυτός που δείχνει συμπάθεια στους κακούς («Θερσίτην εἰσήγαγε φιλόκακον καὶ μισάγαθον», Σχόλ. Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κακός] … Dictionary of Greek
φιλόκακον — φιλόκακος loving the bad masc/fem acc sg φιλόκακος loving the bad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκάκου — φιλόκακος loving the bad masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκάκων — φιλόκακος loving the bad masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek